- κοτίνοις
- κότινονwild olive-treeneut dat plκότινοςwild olive-treemasc/fem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
COTINUS — Graece κότινος, occurrit apud Plin. l. 16. c. 18. et oleastrum notat, e quo Olympionicis olim corona plectebatur. Nempe non ex quovis oleastro id fiebat, sed ex illa singulari tantum arbore, quae in hoc summâ curâ asservabatur, ut materiam… … Hofmann J. Lexicon universale
κότινος — Αγριελιά, με τα κλωνάρια της οποίας έπλεκαν, κατά την αρχαιότητα, τα στεφάνια που προορίζονταν για τη βράβευση των νικητών στα Παναθήναια και στους Ολυμπιακούς αγώνες. Στην Αθήνα χρησιμοποιούσαν για τον σκοπό αυτό την αγριελιά που, σύμφωνα με την … Dictionary of Greek